-
1 женатый
-
2 состоять
ρ.δ.1. συνίσταμαι, αποτελούμαι, (συν)απαρτίζομαι, σύγκειμαι•квартира -ит из двух комнат το διαμέρισμα αποτελείται από δυο δωμάτια•
семья -ит из пяти человек η οικογένεια αποτελείται από πέντε άτομα ή μέλη•
в чём -ят обязанности? σε τι συνίστανται οι υποχρεώσεις;•
разница -ит в том... η διαφορά συνίσταται στο...
2. είμαι μέλος•состоять в профсоюзе είμαι μέλος του συνδικάτου.
|| είμαι, διατελώ, υπηρετώ•состоять на службе είμαι στην υπηρεσία, υπηρετώ.
|| διατελώ σε μια κατάσταση•состоять в браке είμαι παντρεμένος, έγγαμος•
состоять под суд είμαι υπόδικος, έχω•
переписке έχω αλληλογραφία•
состоять в дружбе έχω φιλία.
γίνομαι, διεξάγομαι, πραγματοποιούμαι•лекция -ится завтра η διάλεξη θα γίνει αύριο.
-
3 состоять
состо||ятьнесов1. (быть) είμαι:\состоять· членом клу́ба εἶμαι μέλος τής λέσχης· \состоять в како́й-л. должности κατέχω κάποια θέση· \состоять в браке εἶμαι παντρεμένος·2. (заключаться) συνίσταμαι:разница \состоятьит в том, что... ἡ διαφορά συνίσταται στό ὅτι...·3. (быть составленным, иметь в своем составе) ἀποτελούμαι, συνίσταμαι, συγκροτοῦμαι:эта квартира \состоятьит из трех комнат αὐτό τό διαμέρισμα ἀποτελείται ἀπό τρία δωμάτια. -
4 брак
брак1 м ὁ γάμος:вступать в \брак παντρεύομαι, ἐρχομαι είς γάμον; состоять в \браке εἶμαι παντρεμένος, εἶμαι ἐγγαμος, брак II м1. (в производстве) τό σκάρτο (εμπόρευμα);2. (изъян) τό ἐλάττωμα, τό ψεγάδι. -
5 брак
брак 1-а α.γάμος• παντριά•церковный θρησκευτικός γάμος•
гражданский брак πολιτικός γάμος•
законный брак νόμιμος γάμος•
брак по расчету συμφεροντολογικός γάμος•
неравный брак ανισογαμία•
фиктивный брак λευκός γάμος•
вступить в брак παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο•
состоять в -е είμαι παντρεμένος (έγγαμος)•
расторгнуть брак διαλύω το γάμο.
брак 2-а α.το σκάρτο, κακοτεχνία (στηνΙ κατασκευή)• παραφασάδα (για ύφασμα).
См. также в других словарях:
κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… … Dictionary of Greek