Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

είμαι παντρεμένος

  • 1 женатый

    женатый παντρεμένος я женат είμαι παντρεμένος
    * * *

    я жена́т — είμαι παντρεμένος

    Русско-греческий словарь > женатый

  • 2 состоять

    ρ.δ.
    1. συνίσταμαι, αποτελούμαι, (συν)απαρτίζομαι, σύγκειμαι•

    квартира -ит из двух комнат το διαμέρισμα αποτελείται από δυο δωμάτια•

    семья -ит из пяти человек η οικογένεια αποτελείται από πέντε άτομα ή μέλη•

    в чём -ят обязанности? σε τι συνίστανται οι υποχρεώσεις;•

    разница -ит в том... η διαφορά συνίσταται στο...

    2. είμαι μέλος•

    состоять в профсоюзе είμαι μέλος του συνδικάτου.

    || είμαι, διατελώ, υπηρετώ•

    состоять на службе είμαι στην υπηρεσία, υπηρετώ.

    || διατελώ σε μια κατάσταση•

    состоять в браке είμαι παντρεμένος, έγγαμος•

    состоять под суд είμαι υπόδικος, έχω•

    переписке έχω αλληλογραφία•

    состоять в дружбе έχω φιλία.

    γίνομαι, διεξάγομαι, πραγματοποιούμαι•

    лекция -ится завтра η διάλεξη θα γίνει αύριο.

    Большой русско-греческий словарь > состоять

  • 3 состоять

    состо||ять
    несов
    1. (быть) είμαι:
    \состоять· членом клу́ба εἶμαι μέλος τής λέσχης· \состоять в како́й-л. должности κατέχω κάποια θέση· \состоять в браке εἶμαι παντρεμένος·
    2. (заключаться) συνίσταμαι:
    разница \состоятьит в том, что... ἡ διαφορά συνίσταται στό ὅτι...·
    3. (быть составленным, иметь в своем составе) ἀποτελούμαι, συνίσταμαι, συγκροτοῦμαι:
    эта квартира \состоятьит из трех комнат αὐτό τό διαμέρισμα ἀποτελείται ἀπό τρία δωμάτια.

    Русско-новогреческий словарь > состоять

  • 4 брак

    брак
    1 м ὁ γάμος:
    вступать в \брак παντρεύομαι, ἐρχομαι είς γάμον; состоять в \браке εἶμαι παντρεμένος, εἶμαι ἐγγαμος, брак II м
    1. (в производстве) τό σκάρτο (εμπόρευμα);
    2. (изъян) τό ἐλάττωμα, τό ψεγάδι.

    Русско-новогреческий словарь > брак

  • 5 брак

    α.
    γάμος• παντριά•

    церковный θρησκευτικός γάμος•

    гражданский брак πολιτικός γάμος•

    законный брак νόμιμος γάμος•

    брак по расчету συμφεροντολογικός γάμος•

    неравный брак ανισογαμία•

    фиктивный брак λευκός γάμος•

    вступить в брак παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο•

    состоять в -е είμαι παντρεμένος (έγγαμος)•

    расторгнуть брак διαλύω το γάμο.

    α.
    το σκάρτο, κακοτεχνία (στηνΙ κατασκευή)• παραφασάδα (για ύφασμα).

    Большой русско-греческий словарь > брак

См. также в других словарях:

  • κολλώ — και κολνώ (AM κολλῶ, άω) 1. συνενώνω με κόλλα ή άλλο συνδετικό υλικό δύο ή περισσότερα αντικείμενα ή μέρη τού ίδιου πράγματος, συγκολλώ (α. «μού κόλλησε το τασάκι που έσπασε» β. «τά δὲ νεῡρα... περὶ τὸν τράχηλον ἐκόλλησεν», Πλάτ.) 2. συνδέω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»